- μονόστεγος
- μονό-στεγος, ον, ([etym.] στέγη)A of one story,
στοά D.H. 3.68
;ὕψος Str.17.1.37
;οἰκίδιον BGU889.8
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοά D.H. 3.68
;ὕψος Str.17.1.37
;οἰκίδιον BGU889.8
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόστεγος — of one story masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόστεγος — η, ο (ΑΜ μονόστεγος, ον) αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στεγος (< στέγη)] … Dictionary of Greek
μονοστέγων — μονόστεγος of one story masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοστέγῳ — μονόστεγος of one story masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόστεγα — μονόστεγος of one story neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek